- ἀλαλῆσθαι
- ἀλαλάωmake dumbpres inf mp (doric)ἀλαλάωmake dumbpres inf mp (epic doric ionic aeolic)ἀ̱λαλῆσθαι , ἀλαλάωmake dumbperf inf mp (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλάλησθαι — ἀλάλημαι wander pres inf mid ἀλαλάω make dumb pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek